κελητίζοντες

κελητίζοντες
κελητίζω
ride
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καναχός — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γλύπτης από τη Σικυώνα (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Το υπερφυσικού μεγέθους χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, στο ιερό των Διδύμων της Μιλήτου, ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του. Το άγαλμα μεταφέρθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”